- θεόφραστος
- I
(Ερεσσός Λέσβου 372; – 287; π.Χ.). Φιλόσοφος. Ήταν ο διασημότερος μαθητής του Αριστοτέλη, ο οποίος τον υπέδειξε ως διάδοχό του στη διεύθυνση του Λυκείου. Έζησε στην Αθήνα, εκτός από μία σύντομη περίοδο απομάκρυνσής του (307), ύστερα από τη νίκη του Δημήτριου του Πολιορκητή και την αποκατάσταση της δημοκρατίας, κατά την οποία είχαν κλείσει όλες οι αθηναϊκές φιλοσοφικές σχολές. Συνέγραψε πλήθος έργων, από τα οποία σώζονται μόνο αποσπάσματα: ένα εκτεταμένο απόσπασμα μεταφυσικής, το Φυτών αιτίαι και Φυτών ιστορίαι από τα Φυσικά, το Περί αισθήσεων από το οποίο προέκυψαν οι μεταγενέστερες Δοξογραφίες. Ο Θ. ενίσχυσε το χαρακτηριστικό της αριστοτελικής σχολής ενδιαφέρον για την πολυμάθεια, αν και χωρίς ιδιαίτερη πρωτοτυπία, με εξαίρεση τις αναλύσεις των υποθετικών και διαζευκτικών συλλογισμών στη λογική. Κυρίως όμως έμεινε γνωστός από το έργο του Χαρακτήρες, όπου κάνει τριάντα περιγραφές ανθρώπινων τύπων (φιλάργυρου, είρωνα, δεισιδαίμονα, κλπ.) όπου ακολουθεί τα κριτήρια της αριστοτελικής ηθικής, και με το οποίο δημιούργησε ένα νέο πεζογραφικό είδος. Οι Χαρακτήρες του Θ. αποτέλεσαν τη βάση της συγγραφής ενός βασικού έργου του γαλλικού κλασικισμού (17ος αι.) από τον Λα Μπριγιέρ.II
Μαρμάρινη προτομή του Θεόφραστου, του μαθητή τον οποίο είχε υποδείξει ο Αριστοτέλης ως διάδοχό του στη διεύθυνση της σχολής του (Βίλα Άλμπανι, Ρώμη).
Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Αθηνογένης.* * *θεόφραστος, -ον (AM)αυτός που λέχθηκε από τον θεό.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -φραστος (< φράζω), πρβλ. ά-φραστος, αν-έκ-φραστος].
Dictionary of Greek. 2013.